παρατεταγμένας — παρατεταγμένᾱς , παρατάσσω place perf part mp fem acc pl παρατεταγμένᾱς , παρατάσσω place perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτεταγμένως — ἐκτεταγμένως (Α) 1. παρατεταγμένα 2. με ορισμένη τάξη … Dictionary of Greek
πρόκροσσος — ον, Α συν. στον πληθ. πρόκροσσοι, αι, α, και πρόκροσσοι, α 1. (ιδίως για πλοία) αυτοί που είναι παρατεταγμένοι κατά κανονικά διαστήματα, σε σειρές (α. «πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπί ὀκτώ» παρατεταγμένα [τα πλοία] με τις πρώρες προς το πέλαγος σε βάθος … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ … Dictionary of Greek
παρατεταγμέναι — παρατάσσω place perf part mp fem nom/voc pl παρατεταγμένᾱͅ , παρατάσσω place perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)